-
1 каша
-и θ.1. χυλός, ηουρκούτι, κάσια•молочная каша κουρκουτόγαλα•
манная каша χυλός με σιμιγδάλι•
гречневая каша πληγούρι από μαυρο-σίταρο•
рисовая каша χυλός από ρύζι.
2. πολτός, μάζα•после дождя дорога превратилась в какую-то грязную -у μετά τις βροχές οι λάσπες στο δρόμο έγιναν σαν κουρκούτι.
3. μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας•у него каша в голове το μυαλό του κουρκούτιασε.
εκφρ.каша во рту у кого – κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος•заварить -у – εξυφαίνω, μαγειρεύω•каша во рту – δυσκατάληπτη προφορά•расхлёбывать -у – τα ξεμπερδεύω•берзовая каша – βέργα, βίτσα, αγία ράβδος (ως μέσο τιμωρίας)•накормить берзовой -ей – βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος•мало -и ел – είναι άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα•просят -и – (για υποδήματα κ.τ.τ.) είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)•- и маслом не испортишь – η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει•с -ей съем – (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω).