Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

берзовая каша

  • 1 каша

    θ.
    1. χυλός, ηουρκούτι, κάσια•

    молочная каша κουρκουτόγαλα•

    манная каша χυλός με σιμιγδάλι•

    гречневая каша πληγούρι από μαυρο-σίταρο•

    рисовая каша χυλός από ρύζι.

    2. πολτός, μάζα•

    после дождя дорога превратилась в какую-то грязную -у μετά τις βροχές οι λάσπες στο δρόμο έγιναν σαν κουρκούτι.

    3. μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας•

    у него каша в голове το μυαλό του κουρκούτιασε.

    εκφρ.
    каша во рту у кого – κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος•
    заварить -у – εξυφαίνω, μαγειρεύω•
    каша во рту – δυσκατάληπτη προφορά•
    расхлёбывать -у – τα ξεμπερδεύω•
    берзовая каша – βέργα, βίτσα, αγία ράβδος (ως μέσο τιμωρίας)•
    накормить берзовой -ей – βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος•
    мало -и ел – είναι άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα•
    просят -и – (για υποδήματα κ.τ.τ.) είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)•
    - и маслом не испортишь – η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει•
    с -ей съем – (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω).

    Большой русско-греческий словарь > каша

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»